- τετραγωνίσματος
- τετραγώνισμαrectangleneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετραγώνισμα — το, ΝΜΑ [τετραγωνίζω] νεοελλ. 1. ο μετασχηματισμός γεωμετρικού σχήματος σε τετράγωνο 2. η κατεργασία λίθου ή ξύλου κατά ορθές γωνίες μσν. αρχ. (για σχήμα) ορθογώνιο (α. «ἐκ τοῡ τετραγωνίσματος τῆς σκυτάλης», Τζέτζ. β. «μετὰ τὴν τετράγωνον ἐκκοπὴν … Dictionary of Greek